Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η στατιστική

См. также в других словарях:

  • στατιστική — Επιστήμη, η οποία μελετά, χρησιμοποιώντας κατάλληλες μεθόδους έρευνας, τα ομαδικά, κοινωνικά ή φυσικά φαινόμενα, με σκοπό να συναγάγει νόμους που τα διέπουν. Χρησιμοποιώντας την επαγωγή και την απαγωγή, η σ. φροντίζει δηλαδή ν’ αναζητήσει και να… …   Dictionary of Greek

  • στατιστική — η κλάδος των Μαθηματικών που ασχολείται με τη συγκέντρωση και κατάταξη διάφορων στοιχείων και τη συναγωγή συμπερασμάτων από αυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • οικονομική πρόβλεψη — Στατιστική έρευνα που επιτρέπει να καθορίσουμε με μια κάποια προσέγγιση τη μελλοντική πορεία μερικών οικονομικών μεταβλητών, ξεκινώντας από τη γνώση ορισμένων σχετικών δεδομένων του παρόντος και του παρελθόντος. Από τους πιο κοινούς τρόπους… …   Dictionary of Greek

  • στατιστικός — ή, ό, Ν 1. ο σχετικός με την μεθοδική συλλογή, κατάταξη και ερμηνεία τών φαινομένων τού φυσικού κόσμου ή διαφόρων εκδηλώσεων τού κοινωνικού βίου («στατιστική μελέτη») 2. το αρσ. ως ουσ. ο στατιστικός επιστήμονας ειδικευμένος στη στατιστική 3. το… …   Dictionary of Greek

  • αριθμοδείκτες — Στη στατιστική είναι δοσμένοι οι λόγοι που προκύπτουν από τη διαίρεση του κάθε όρου μιας ακολουθίας με έναν ορισμένο από αυτούς και τον πολλαπλασιασμό έπειτα του κάθε πηλίκου με μια δύναμη του 10, συνήθως με το 100. Με τον τρόπο αυτό η στατιστική …   Dictionary of Greek

  • μεταβλητή — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλωθεί η ποσότητα, η οποία μπορεί να λαμβάνει διάφορες τιμές μέσα από ένα σύνολο τιμών. Για παράδειγμα, στην έκφραση f(x) = y, με x συμβολίζεται η μ. που παίρνει οποιαδήποτε τιμή από το πεδίο ορισμού της f και… …   Dictionary of Greek

  • Μπόζε, Ζαγκαντίς Σάντρα — (Καλκούτα 1858 – Γκιριντίχ, Βεγγάλη 1937). Ινδός φυσικός και φυσιολόγος. Σπούδασε στο Σεντ Ξαβιέ Κόλετζ της Καλκούτας και στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου ανακηρύχτηκε υφηγητής το 1896. Ανέπτυξε την ερευνητική δραστηριότητά του ως καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • National agencies responsible for GDP measurement — Within each country GDP is normally measured by a national government statistical agency, as private sector organizations normally do not have access to the information required (especially information on expenditure and production by… …   Wikipedia

  • Statistikamt — Statistisches Amt ist eine Behörde oder behördenähnliche Institution, die die amtliche Statistik eines Staates oder Landes erstellt. Inhaltsverzeichnis 1 Deutschsprachiger Raum 2 Europa 3 Nationale statistische Institutionen in Europa 4 Andere… …   Deutsch Wikipedia

  • Statistisches Amt — ist die Behörde oder behördenähnliche Institution, welche die amtliche Statistik eines Staates, eines Landes oder einer Kommune erstellt. Inhaltsverzeichnis 1 Deutschsprachiger Raum 2 Europa 3 Nationale statistische Institutionen in Europa …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»