-
1 статистика
-
2 акустика
η ακουστικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акустика
-
3 биометрия
η βιομετρία, η στατιστική βιολογία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > биометрия
-
4 гидродинамика
η υδροδυναμικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гидродинамика
-
5 гипотеза
η υπόθεσ/η, η εικασίαстроить - ы κάνω - εις, υποθέτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гипотеза
-
6 корреляция
η συσχέτισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > корреляция
-
7 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
8 механика
η μηχανική- неизменяемых систем - των άκαμπτων συστημάτων/σωμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > механика
-
9 параметр
η παράμετροςмалый - (авт.) μικρή -- срабатывания (в электромагнитном устройстве) - της λειτουργίας/ενεργοποίη-σηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > параметр
-
10 статистика
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > статистика
-
11 термодинамика
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термодинамика
-
12 статистика
стати́ст||икаЖ ἡ στατιστική. -
13 статистика
[στατίστικα] ουσ. θ. στατιστική -
14 статистика
[στατίστικα] ουσ θ στατιστική -
15 народонаселение
-я ουδ. η πυκνότητα του πληθυσμού, ο πληθυσμός•увеличение -я αύξηση του πληθυσμού•
статистика -я στατιστική του πληθυσμού, δημογραφία.
-
16 статистика
-и θ.η στατιστική. -
17 управление
-я ουδ.1. διεύθυνση•управление оркестром, хором διεύθυνση ορχήστρας, χορωδίας•
центральное статистическое управление κεντρική στατιστική διεύθυνση.
|| οδήγηση•управление автомобилем οδήγηση αυτοκινήτου.
2. η κυβέρνηση• διοίκηση•управление государством διακυβέρνηση του κράτους•
методы -я μέθοδες διοίκησης.
|| η αρχή•городское управление δημαρχείο (το συμβούλιοή το κτίριο).
3. διεύθυνση, χειρισμός (για μηχανισμούς)•автоматическое управление αυτόματη διεύθυνση•
рулевое управление πηδαλιουχία.
4. (γραμμ.) καθορισμός της πτώσης μιας λέξης από μια άλλη•глагольное управление καθορισμός της πτώσης από το ρήμα•
предложное управление καθορισμός της πτώσης από την πρόθεση.
εκφρ.терять управление – παύω να πηδαλιοχούμαι, να διευθύνομαι (για αεροπλάνο κ.τ.τ.). -
18 эмиграционный
επ.προσφυγικός• μεταναστευτικός•-ая статистика προσφυγική ή μεταναστευτική στατιστική.
См. также в других словарях:
στατιστική — Επιστήμη, η οποία μελετά, χρησιμοποιώντας κατάλληλες μεθόδους έρευνας, τα ομαδικά, κοινωνικά ή φυσικά φαινόμενα, με σκοπό να συναγάγει νόμους που τα διέπουν. Χρησιμοποιώντας την επαγωγή και την απαγωγή, η σ. φροντίζει δηλαδή ν’ αναζητήσει και να… … Dictionary of Greek
στατιστική — η κλάδος των Μαθηματικών που ασχολείται με τη συγκέντρωση και κατάταξη διάφορων στοιχείων και τη συναγωγή συμπερασμάτων από αυτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
οικονομική πρόβλεψη — Στατιστική έρευνα που επιτρέπει να καθορίσουμε με μια κάποια προσέγγιση τη μελλοντική πορεία μερικών οικονομικών μεταβλητών, ξεκινώντας από τη γνώση ορισμένων σχετικών δεδομένων του παρόντος και του παρελθόντος. Από τους πιο κοινούς τρόπους… … Dictionary of Greek
στατιστικός — ή, ό, Ν 1. ο σχετικός με την μεθοδική συλλογή, κατάταξη και ερμηνεία τών φαινομένων τού φυσικού κόσμου ή διαφόρων εκδηλώσεων τού κοινωνικού βίου («στατιστική μελέτη») 2. το αρσ. ως ουσ. ο στατιστικός επιστήμονας ειδικευμένος στη στατιστική 3. το… … Dictionary of Greek
αριθμοδείκτες — Στη στατιστική είναι δοσμένοι οι λόγοι που προκύπτουν από τη διαίρεση του κάθε όρου μιας ακολουθίας με έναν ορισμένο από αυτούς και τον πολλαπλασιασμό έπειτα του κάθε πηλίκου με μια δύναμη του 10, συνήθως με το 100. Με τον τρόπο αυτό η στατιστική … Dictionary of Greek
μεταβλητή — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλωθεί η ποσότητα, η οποία μπορεί να λαμβάνει διάφορες τιμές μέσα από ένα σύνολο τιμών. Για παράδειγμα, στην έκφραση f(x) = y, με x συμβολίζεται η μ. που παίρνει οποιαδήποτε τιμή από το πεδίο ορισμού της f και… … Dictionary of Greek
Μπόζε, Ζαγκαντίς Σάντρα — (Καλκούτα 1858 – Γκιριντίχ, Βεγγάλη 1937). Ινδός φυσικός και φυσιολόγος. Σπούδασε στο Σεντ Ξαβιέ Κόλετζ της Καλκούτας και στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου ανακηρύχτηκε υφηγητής το 1896. Ανέπτυξε την ερευνητική δραστηριότητά του ως καθηγητής… … Dictionary of Greek
National agencies responsible for GDP measurement — Within each country GDP is normally measured by a national government statistical agency, as private sector organizations normally do not have access to the information required (especially information on expenditure and production by… … Wikipedia
Statistikamt — Statistisches Amt ist eine Behörde oder behördenähnliche Institution, die die amtliche Statistik eines Staates oder Landes erstellt. Inhaltsverzeichnis 1 Deutschsprachiger Raum 2 Europa 3 Nationale statistische Institutionen in Europa 4 Andere… … Deutsch Wikipedia
Statistisches Amt — ist die Behörde oder behördenähnliche Institution, welche die amtliche Statistik eines Staates, eines Landes oder einer Kommune erstellt. Inhaltsverzeichnis 1 Deutschsprachiger Raum 2 Europa 3 Nationale statistische Institutionen in Europa … Deutsch Wikipedia